- δασκαλισμός
- οστενοκεφαλιά, σχολαστικισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δασκαλισμός — ο 1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο 2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
δασκαλοσύνη — η 1. το δασκαλίκι 2. ο δασκαλισμός … Dictionary of Greek